-ίμι

-ίμι
κατάλ. ουδ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία προήλθε από αρχ. τ. σε -ιμαῑον, ουδ. τής κατάλ. -ιμαῑος (πρβλ. κλοπ-ιμαίος), δηλ. -ίμι < -ίμιο < -ιμαιο (συνίζηση) < -ίμαιον < -ιμαῑον. Οι λ. σε -ίμι είναι: αγρίμι, δεξίμι, θρασίμι, κλεψίμι, ψοφίμι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • CHARAX Pergamenus — Sacerdos, et Philosophus, Suidâ teste, condidit Historiarum Graecarum libros 40. in quorum secundo Augusti Caesaris memoriam celebrat, ὡς πάλαι γενομένου, tamquam antiqui. Unde, eum murto post Augusti aevum vixisse colligitur. Secundum Ε῾λληνικῶν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζωντίμι — το (Μ ζωντίμιον και ζωντίμιν) ζώο, ζωντανό, κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ζων (γεν. ζώντος) με επίδραση των ουσ. σε ίμι(ον), πρβλ. αγρίμι, ψοφίμι] …   Dictionary of Greek

  • θρασίμι — και θνασίμι και χρασίμι, το 1. ψοφίμι 2. (για ανθρώπους) θρασύδειλος, αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασόν (< αρχ. επίθ. σαθρόν, με μετάθεση) + κατάλ. ίμι (πρβλ. ψοφίμι). Κατ άλλους από το αρχ. επίθ. θηράσιμον «αυτό που μπορεί να θηρευθεί»] …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”